προτέραι

προτέραι
προτέρᾱͅ , πρότερος
before
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρότεραι — πρότερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραία — προτεραί̱ᾱ , προτεραῖος previous to fem nom/voc/acc dual προτεραί̱ᾱ , προτεραῖος previous to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίας — προτεραί̱ᾱς , προτεραῖος previous to fem acc pl προτεραί̱ᾱς , προτεραῖος previous to fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίαι — προτεραί̱ᾱͅ , προτεραῖος previous to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίαις — προτεραί̱αις , προτεραῖος previous to fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίαν — προτεραί̱ᾱν , προτεραῖος previous to fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίᾳ — προτεραί̱ᾱͅ , προτεραῖος previous to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτεραίῃ — προτεραί̱ῃ , προτεραῖος previous to fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρότερᾳ — πρότεραι , πρότερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”